Εικόνα

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Το ανέκδοτο του Γρύλου (BMC)



Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος σε μια απομακρυσμένη περιοχή και οδηγούσε το αυτοκίνητό του. Η ώρα είχε περάσει και η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Είχε χάσει το δρόμο του και έψαχνε κάποιο τρόπο ώστε να ξαναβρεθεί στην εθνική οδό, για να μπορέσει να γυρίσει σπίτι του. Στην προσπάθειά του αυτή, του έσκασε το λάστιχο!

Πήρε λοιπόν την απόφαση, εφόσον δεν είχε άλλη επιλογή, να αντικαταστήσει το λάστιχο με τη ρεζέρβα και να συνεχίσει το ψάξιμο. Ή νύχτα είχε πέσει για τα καλά και το ατύχημα τον βρήκε σε ένα σημείο που δεν είχε  φωτισμό. Για καλή του τύχη είχε ένα φακό στο πορτ μπαγκάζ, είχε την ρεζέρβα, αλλά… δεν είχε γρύλο!
Νευρίασε αρκετά και αφού έβρισε αρκετές φορές την τύχη του, ηρέμισε. Μετά από κάποια ώρα συλλογισμού, σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει στο δρομάκι που ήταν μπροστά του.

«Δεν μπορεί, κάποιο σπίτι θα είναι εδώ γύρω να μπορέσω να δανειστώ ένα γρύλο, είναι η μόνη μου ελπίδα», σκέφτηκε.

Αν και σε απομακρυσμένη περιοχή από τα φώτα και τον πολιτισμό, καθώς περπατούσε ο άνθρωπός μας, κάπου στο βάθος διέκρινε ένα φως. Φάνηκε να είναι σπίτι και έτσι ξεκίνησε να περπατά πιο γρήγορα προς εκείνη την κατεύθυνση.

Στο δρόμο για το σπίτι, άρχισαν παράξενοι προβληματισμοί να παιδεύουν τον άνθρωπο μας:

«…μα είναι περασμένη η ώρα και ποιος θα μπορούσε να με εμπιστευτεί και να μου ανοίξει την πόρτα, σε μένα, σε έναν άγνωστο;! Και εντάξει… αν είναι άντρας, πιθανόν, να με καταλάβει! Αν είναι όμως γυναίκα;! Κι αν έχει και παιδιά;! Πως είναι δυνατόν αυτή τη περασμένη ώρα να μου ανοίξει;! Ούτε καν θα δεχτεί να με ακούσει!»

Όσο πλησίαζε περπατώντας προς το φως, τόσο συνέχιζαν οι προβληματισμοί να τον παιδεύουν…

«… και αφού έχω καταφέρει να του χτυπήσω την πόρτα εκείνος θα πλησιάσει, θα με ρωτήσει – “Ποιος είναι;” Θα του πω: “γεια σας, συγνώμη για την ενόχληση αλλά μου έχει σκάσει το λάστιχο και θα ήθελα να δανειστώ τον γρύλο σας, αν έχετε την καλοσύνη” και εκείνος φυσικά θα μου πει “φύγε από δω αλήτη και μην ξανάρθεις, θα βγάλω την καραμπίνα!”. 

Καθώς πλησίαζε ολοένα και περισσότερο προς το φως, τόσο συνέχιζαν οι προβληματισμοί να τον παιδεύουν…

«… αφού του χτυπήσω μία φορά και δεν μου ανοίξει, φυσικά και θα ξαναπροσπαθήσω να τον προσεγγίσω: “συγνώμη που σας ενοχλώ ξανά αλλά πραγματικά έχω πρόβλημα και χρειάζομαι τη βοήθειά σας” και θα μου πει και εκείνος “ΔΕ ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ; θα καλέσω το 100 ή θα αμολήσω τους σκύλους να σε κυνηγούν μέχρι όπου φτάνεις, αληταρά, πρεζάκι, ΟΥΣΤ”»

Όσο έκανε αυτές τις υποθέσεις τόσο νευρίαζε – αύξανε τον βηματισμό του προς το σπίτι…

«…τον μαλάκα άμα δεν με αφήσει να μπω θα του διαρρήξω το σπίτι, στο λόγο μου ναι. Αλλά, αν πάω να κάνω κάτι και μου αφήσει τους σκύλους να με κυνηγούν; Τι θα απογίνω; Αν βγει με το δίκανο; Γαμώ την τρέλα μου έχει περάσει και η ώρα, τώρα βρήκα να χρειάζομαι και ‘γω τον ΓΡΥΛΟ;!;!;!;!»

Με τα πολλά-πολλά, έφτασε στο σπίτι… χωρίς δισταγμό πήγε και χτύπησε την πόρτα… του άνοιξε ένας κύριος και του λέει:

«Γεια σας, τι θα θέλατε;»
«ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ ΕΣΥ ΚΙ Ο ΓΡΥΛΟΣ ΣΟΥ!» 

bmcakis@gmail.com


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου