Εικόνα

Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Ο Μάκης πίνει καφέ






Του Μάκη του αρέσει ο καφές. Είναι μία όμορφη διαδικασία και του αρέσει να χαλαρώνει εκείνες τις ώρες που σκάει ο τζίτζικας, ειδικά τα καλοκαιρινά μεσημέρια, με ένα δροσερό καφεδάκι. Σε κάποια αυλή, σε κάποια βεράντα, σε κάποια ταράτσα ή σε κάποιο καφενέ βρε αδερφέ!


Αλλά κάνει κακό του είπαν. Σε κάνει νευρικό και δεν μπορείς να πιεις πολλούς. «Και ο ελληνικός;» αναρωτιέται… Και ασυναίσθητα θυμάται όταν είχε πάει (ενήλικας πια) στο χωριό και χάρηκε όταν του είπε η γιαγιά του «Να σου ψήσω ένα καφεδάκι;» και μπορούσε να της απαντήσει χωρίς να ντραπεί «Ναι ένα μέτριο, ευχαριστώ γιαγιά». Είχε μπει στον κόσμο των μεγάλων.

Αλλά ήταν απλά τα πράγματα. Υπήρχαν 2 καφέδες όλοι κι όλοι: ο ελληνικός και ο φραπές. Ο ζεστός και ο κρύος! Μετά ήρθε και ο νες και οι επιλογές μεγάλωσαν. Τώρα εσπρέσοι, καπουτσίνοι (αυτοί παπάδες δεν είναι;), φρέντοι, λατέδες, μακιάτοι και δε σημαζεύεται… Πώς είναι όταν μπαίνεις σε ένα χώρο στάθμευσης με το αυτοκίνητο και υπάρχουν 30 άδειες θέσεις και δεν ξέρεις πού να πρωτοπαρκάρεις και πηγαίνεις από τη μία στην άλλη αναποφάσιστος; Κάπως έτσι.

Αλλά τα πράγματα δε σταματούν εκεί. Ντεκαφεϊνέ; Πιο πικρό χαρμάνι; Κι από ζάχαρη; Λευκή; Καστανή; Μαύρη; Μήπως να πάρω ένα φίλτρου να ξεμπερδεύω; 

Ο Μάκης μπερδεύεται. Ένα καφεδάκι θέλει να πιει. Και πηγαίνει από τη μία θέση στάθμευσης στην άλλη μέχρι να καταλήξει: Ένα φρέντο εσπρέσο μέτριο! Η μαγική συνταγή! Η ζάχαρη δεν τον ενδιαφέρει, τον θέλει μέτριο. Έτσι κι αλλιώς ο καφές κάνει κακό.

Ακόμα όμως χαίρεται όταν πηγαίνει στο καφενείο κάποιου χωριού και ρωτάει «Εσπρέσο έχετε;» και του απαντάει η γυναίκα (μεγάλης ηλικίας και συνήθως σύζυγος του καφετζή) «Ήντα ‘ν’ αυτό; Τρών’ το;»* και χαμογελαστός της απαντάει «Ένα φραπεδάκι μέτριο παρακαλώ». Η γυναίκα πηγαίνει να ετοιμάσει την παραγγελία και ο Μάκης βγάζει το σημειωματάριό του.


Μένει για λίγο με κλειστά τα μάτια με το στυλό στο χέρι και αφουγκράζεται τους ήχους γύρω του. Το θρόισμα των φύλλων του τεράστιου πλάτανου από το απαλό καλοκαιρινό αεράκι. Το τιτίβισμα των πουλιών που βρήκαν καταφύγιο από τον καυτό ήλιο στα κλαδιά του. Το κελάρυσμα του νερού από τη βρύση που φέρνει νερό κατευθείαν από την πηγή του βουνού πάνω από το χωριό. Το μουρμούρισμα από τους πελάτες του καφενείου.

Ανοίγει τα μάτια του πάνω στην ώρα που καταφθάνει ο καφές που είχε παραγγείλει κι ακούει τη γυναίκα να λέει: «Στην υγειά σου».

«Ευχαριστώ» της απαντάει και καθώς ακουμπάει το στυλό στο χαρτί γράφει με απορία: Αφού ο καφές κάνει κακό γιατί λένε όλοι όταν στον φέρνουν «στην υγειά σου»;;;

* Τι είναι αυτό; Το τρώνε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου